- θεσμα
- θεσμάτά Soph. pl. к θεσμός См. θεσμος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θεσμά — θεσμός that which is laid down neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
μυστιπολεύω — (Α) [μυστιπόλος] τελώ μυστήρια ή κάποια μυστική τελετή («μυστιπολεύω γαμήλια θεσμά», Μουσαί) … Dictionary of Greek